- κηρώνω
- και κερώνω (ΑΜ κηρῶ, -όω) [κηρός]επικαλύπτω, επιχρίω κάτι με κερί («κεκηρῶσθαι τὰ ἔσωθεν τῆς κλεψύδρας», Αιν.)αρχ.μέσ. κηροῡμαι, -όομαι(για μέλισσες) σχηματίζω κάτι για τον εαυτό μου με κερί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… … Dictionary of Greek
κηρούμαι — (I) κηροῡμαι, όομαι (Α) [κηρ (I)] καταστρέφομαι, βλάπτομαι, έχω υποστεί ζημία. (II) κηροῡμαι, όομαι (Α) (μέσ. και παθ. τού κηρώ, όω) βλ. κηρώνω … Dictionary of Greek
κηρώ — κηρῶ, όω (Α) βλ. κηρώνω … Dictionary of Greek